Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὠμοσπάρακτος
ὠμοτάριχον
ὠμοτάριχος
ὠμότης
ὠμοτοκέω
ὠμοτοκία
ὠμοτόκος
ὠμοτομέω
ὠμοτριβής
ὠμόϋπνος
ὠμοφαγέω
ὠμοφαγία
ὠμοφάγιον
ὠμόφαγος
ὠμοφάγος
ὠμοφόριον
ὠμοφόρος
ὠμόφρων
ὠμοχάραξ
ὠμοχειρούργητος
ὠνατάς
View word page
ὠμοφαγέω
eat raw flesh

ShortDef

eat raw flesh

Debugging

Headword:
ὠμοφαγέω
Headword (normalized):
ὠμοφαγέω
Headword (normalized/stripped):
ωμοφαγεω
IDX:
98350
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98351
Key:

Data

{'content': 'eat raw flesh'}