Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὠμόσιτος
ὠμοσπάρακτος
ὠμοτάριχον
ὠμοτάριχος
ὠμότης
ὠμοτοκέω
ὠμοτοκία
ὠμοτόκος
ὠμοτομέω
ὠμοτριβής
ὠμόϋπνος
ὠμοφαγέω
ὠμοφαγία
ὠμοφάγιον
ὠμόφαγος
ὠμοφάγος
ὠμοφόριον
ὠμοφόρος
ὠμόφρων
ὠμοχάραξ
ὠμοχειρούργητος
View word page
ὠμόϋπνος
with one's sleep not slept out

ShortDef

with one's sleep not slept out

Debugging

Headword:
ὠμόϋπνος
Headword (normalized):
ὠμόϋπνος
Headword (normalized/stripped):
ωμουπνος
IDX:
98349
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98350
Key:

Data

{'content': "with one's sleep not slept out"}