Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὠμοσιτία
ὠμόσιτος
ὠμοσπάρακτος
ὠμοτάριχον
ὠμοτάριχος
ὠμότης
ὠμοτοκέω
ὠμοτοκία
ὠμοτόκος
ὠμοτομέω
ὠμοτριβής
ὠμόϋπνος
ὠμοφαγέω
ὠμοφαγία
ὠμοφάγιον
ὠμόφαγος
ὠμοφάγος
ὠμοφόριον
ὠμοφόρος
ὠμόφρων
ὠμοχάραξ
View word page
ὠμοτριβής
pressed raw
ShortDef
pressed raw
Debugging
Headword:
ὠμοτριβής
Headword (normalized):
ὠμοτριβής
Headword (normalized/stripped):
ωμοτριβης
IDX:
98348
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98349
Key:
Data
{'content': 'pressed raw'}