Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὡμολογημένως
ὠμοπλάτη
ὠμός
ὦμος
ὠμοσιτία
ὠμόσιτος
ὠμοσπάρακτος
ὠμοτάριχον
ὠμοτάριχος
ὠμότης
ὠμοτοκέω
ὠμοτοκία
ὠμοτόκος
ὠμοτομέω
ὠμοτριβής
ὠμόϋπνος
ὠμοφαγέω
ὠμοφαγία
ὠμοφάγιον
ὠμόφαγος
ὠμοφάγος
View word page
ὠμοτοκέω
bring forth untimely, miscarry

ShortDef

bring forth untimely, miscarry

Debugging

Headword:
ὠμοτοκέω
Headword (normalized):
ὠμοτοκέω
Headword (normalized/stripped):
ωμοτοκεω
IDX:
98344
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98345
Key:

Data

{'content': 'bring forth untimely, miscarry'}