Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὠμόλινος
ὡμολογημένως
ὠμοπλάτη
ὠμός
ὦμος
ὠμοσιτία
ὠμόσιτος
ὠμοσπάρακτος
ὠμοτάριχον
ὠμοτάριχος
ὠμότης
ὠμοτοκέω
ὠμοτοκία
ὠμοτόκος
ὠμοτομέω
ὠμοτριβής
ὠμόϋπνος
ὠμοφαγέω
ὠμοφαγία
ὠμοφάγιον
ὠμόφαγος
View word page
ὠμότης
rawness

ShortDef

rawness

Debugging

Headword:
ὠμότης
Headword (normalized):
ὠμότης
Headword (normalized/stripped):
ωμοτης
IDX:
98343
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98344
Key:

Data

{'content': 'rawness'}