Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὠμοκυδιάω
ὠμόλινον
ὠμόλινος
ὡμολογημένως
ὠμοπλάτη
ὠμός
ὦμος
ὠμοσιτία
ὠμόσιτος
ὠμοσπάρακτος
ὠμοτάριχον
ὠμοτάριχος
ὠμότης
ὠμοτοκέω
ὠμοτοκία
ὠμοτόκος
ὠμοτομέω
ὠμοτριβής
ὠμόϋπνος
ὠμοφαγέω
ὠμοφαγία
View word page
ὠμοτάριχον
pickled flesh of the tunny's shoulder
ShortDef
pickled flesh of the tunny's shoulder
Debugging
Headword:
ὠμοτάριχον
Headword (normalized):
ὠμοτάριχον
Headword (normalized/stripped):
ωμοταριχον
IDX:
98341
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98342
Key:
Data
{'content': "pickled flesh of the tunny's shoulder"}