Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὠμοκρατής
ὠμοκυδιάω
ὠμόλινον
ὠμόλινος
ὡμολογημένως
ὠμοπλάτη
ὠμός
ὦμος
ὠμοσιτία
ὠμόσιτος
ὠμοσπάρακτος
ὠμοτάριχον
ὠμοτάριχος
ὠμότης
ὠμοτοκέω
ὠμοτοκία
ὠμοτόκος
ὠμοτομέω
ὠμοτριβής
ὠμόϋπνος
ὠμοφαγέω
View word page
ὠμοσπάρακτος
torn in pieces raw

ShortDef

torn in pieces raw

Debugging

Headword:
ὠμοσπάρακτος
Headword (normalized):
ὠμοσπάρακτος
Headword (normalized/stripped):
ωμοσπαρακτος
IDX:
98340
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98341
Key:

Data

{'content': 'torn in pieces raw'}