Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὠμοκοτύλη
ὠμοκρατής
ὠμοκυδιάω
ὠμόλινον
ὠμόλινος
ὡμολογημένως
ὠμοπλάτη
ὠμός
ὦμος
ὠμοσιτία
ὠμόσιτος
ὠμοσπάρακτος
ὠμοτάριχον
ὠμοτάριχος
ὠμότης
ὠμοτοκέω
ὠμοτοκία
ὠμοτόκος
ὠμοτομέω
ὠμοτριβής
ὠμόϋπνος
View word page
ὠμόσιτος
eating men raw

ShortDef

eating men raw

Debugging

Headword:
ὠμόσιτος
Headword (normalized):
ὠμόσιτος
Headword (normalized/stripped):
ωμοσιτος
IDX:
98339
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98340
Key:

Data

{'content': 'eating men raw'}