Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὤμοι
ὠμοίδης
ὠμοκοτύλη
ὠμοκρατής
ὠμοκυδιάω
ὠμόλινον
ὠμόλινος
ὡμολογημένως
ὠμοπλάτη
ὠμός
ὦμος
ὠμοσιτία
ὠμόσιτος
ὠμοσπάρακτος
ὠμοτάριχον
ὠμοτάριχος
ὠμότης
ὠμοτοκέω
ὠμοτοκία
ὠμοτόκος
ὠμοτομέω
View word page
ὦμος
shoulder (with the upper arm)
ShortDef
shoulder (with the upper arm)
Debugging
Headword:
ὦμος
Headword (normalized):
ὦμος
Headword (normalized/stripped):
ωμος
IDX:
98337
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98338
Key:
Data
{'content': 'shoulder (with the upper arm)'}