Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὠμοθετέω
ὠμόθριξ
ὠμόθυμος
ὤμοι
ὠμοίδης
ὠμοκοτύλη
ὠμοκρατής
ὠμοκυδιάω
ὠμόλινον
ὠμόλινος
ὡμολογημένως
ὠμοπλάτη
ὠμός
ὦμος
ὠμοσιτία
ὠμόσιτος
ὠμοσπάρακτος
ὠμοτάριχον
ὠμοτάριχος
ὠμότης
ὠμοτοκέω
View word page
ὡμολογημένως
confessedly, without contradiction

ShortDef

confessedly, without contradiction

Debugging

Headword:
ὡμολογημένως
Headword (normalized):
ὡμολογημένως
Headword (normalized/stripped):
ωμολογημενως
IDX:
98334
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98335
Key:

Data

{'content': 'confessedly, without contradiction'}