Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὠμοδέψητος
ὠμόδροπος
ὠμοθετέω
ὠμόθριξ
ὠμόθυμος
ὤμοι
ὠμοίδης
ὠμοκοτύλη
ὠμοκρατής
ὠμοκυδιάω
ὠμόλινον
ὠμόλινος
ὡμολογημένως
ὠμοπλάτη
ὠμός
ὦμος
ὠμοσιτία
ὠμόσιτος
ὠμοσπάρακτος
ὠμοτάριχον
ὠμοτάριχος
View word page
ὠμόλινον
raw flax
ShortDef
raw flax
Debugging
Headword:
ὠμόλινον
Headword (normalized):
ὠμόλινον
Headword (normalized/stripped):
ωμολινον
IDX:
98332
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98333
Key:
Data
{'content': 'raw flax'}