Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Ὠμόδαμος
ὠμοδέψητος
ὠμόδροπος
ὠμοθετέω
ὠμόθριξ
ὠμόθυμος
ὤμοι
ὠμοίδης
ὠμοκοτύλη
ὠμοκρατής
ὠμοκυδιάω
ὠμόλινον
ὠμόλινος
ὡμολογημένως
ὠμοπλάτη
ὠμός
ὦμος
ὠμοσιτία
ὠμόσιτος
ὠμοσπάρακτος
ὠμοτάριχον
View word page
ὠμοκυδιάω
to be proud of broad shoulders

ShortDef

to be proud of broad shoulders

Debugging

Headword:
ὠμοκυδιάω
Headword (normalized):
ὠμοκυδιάω
Headword (normalized/stripped):
ωμοκυδιαω
IDX:
98331
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98332
Key:

Data

{'content': 'to be proud of broad shoulders'}