Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὠμοδακής
Ὠμόδαμος
ὠμοδέψητος
ὠμόδροπος
ὠμοθετέω
ὠμόθριξ
ὠμόθυμος
ὤμοι
ὠμοίδης
ὠμοκοτύλη
ὠμοκρατής
ὠμοκυδιάω
ὠμόλινον
ὠμόλινος
ὡμολογημένως
ὠμοπλάτη
ὠμός
ὦμος
ὠμοσιτία
ὠμόσιτος
ὠμοσπάρακτος
View word page
ὠμοκρατής
of rude untamed might

ShortDef

of rude untamed might

Debugging

Headword:
ὠμοκρατής
Headword (normalized):
ὠμοκρατής
Headword (normalized/stripped):
ωμοκρατης
IDX:
98330
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98331
Key:

Data

{'content': 'of rude untamed might'}