Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὠμοβύρσινος
ὠμογέρων
ὠμοδακής
Ὠμόδαμος
ὠμοδέψητος
ὠμόδροπος
ὠμοθετέω
ὠμόθριξ
ὠμόθυμος
ὤμοι
ὠμοίδης
ὠμοκοτύλη
ὠμοκρατής
ὠμοκυδιάω
ὠμόλινον
ὠμόλινος
ὡμολογημένως
ὠμοπλάτη
ὠμός
ὦμος
ὠμοσιτία
View word page
ὠμοίδης
with swollen or high shoulders

ShortDef

with swollen or high shoulders

Debugging

Headword:
ὠμοίδης
Headword (normalized):
ὠμοίδης
Headword (normalized/stripped):
ωμοιδης
IDX:
98328
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98329
Key:

Data

{'content': 'with swollen or high shoulders'}