Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὠμόβρωτος
ὠμοβύρσινος
ὠμογέρων
ὠμοδακής
Ὠμόδαμος
ὠμοδέψητος
ὠμόδροπος
ὠμοθετέω
ὠμόθριξ
ὠμόθυμος
ὤμοι
ὠμοίδης
ὠμοκοτύλη
ὠμοκρατής
ὠμοκυδιάω
ὠμόλινον
ὠμόλινος
ὡμολογημένως
ὠμοπλάτη
ὠμός
ὦμος
View word page
ὤμοι
ah me! woe’s me!
ShortDef
ah me! woe’s me!
Debugging
Headword:
ὤμοι
Headword (normalized):
ὤμοι
Headword (normalized/stripped):
ωμοι
IDX:
98327
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98328
Key:
Data
{'content': 'ah me! woe’s me!'}