Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὠμοβόρος
ὠμοβρώς
ὠμόβρωτος
ὠμοβύρσινος
ὠμογέρων
ὠμοδακής
Ὠμόδαμος
ὠμοδέψητος
ὠμόδροπος
ὠμοθετέω
ὠμόθριξ
ὠμόθυμος
ὤμοι
ὠμοίδης
ὠμοκοτύλη
ὠμοκρατής
ὠμοκυδιάω
ὠμόλινον
ὠμόλινος
ὡμολογημένως
ὠμοπλάτη
View word page
ὠμόθριξ
fierce-crested
ShortDef
fierce-crested
Debugging
Headword:
ὠμόθριξ
Headword (normalized):
ὠμόθριξ
Headword (normalized/stripped):
ωμοθριξ
IDX:
98325
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98326
Key:
Data
{'content': 'fierce-crested'}