Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὠμοβόϊος
ὠμοβόρος
ὠμοβρώς
ὠμόβρωτος
ὠμοβύρσινος
ὠμογέρων
ὠμοδακής
Ὠμόδαμος
ὠμοδέψητος
ὠμόδροπος
ὠμοθετέω
ὠμόθριξ
ὠμόθυμος
ὤμοι
ὠμοίδης
ὠμοκοτύλη
ὠμοκρατής
ὠμοκυδιάω
ὠμόλινον
ὠμόλινος
ὡμολογημένως
View word page
ὠμοθετέω
to place the raw slices

ShortDef

to place the raw slices

Debugging

Headword:
ὠμοθετέω
Headword (normalized):
ὠμοθετέω
Headword (normalized/stripped):
ωμοθετεω
IDX:
98324
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98325
Key:

Data

{'content': 'to place the raw slices'}