Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὠμοβόειος
ὠμοβόϊος
ὠμοβόρος
ὠμοβρώς
ὠμόβρωτος
ὠμοβύρσινος
ὠμογέρων
ὠμοδακής
Ὠμόδαμος
ὠμοδέψητος
ὠμόδροπος
ὠμοθετέω
ὠμόθριξ
ὠμόθυμος
ὤμοι
ὠμοίδης
ὠμοκοτύλη
ὠμοκρατής
ὠμοκυδιάω
ὠμόλινον
ὠμόλινος
View word page
ὠμόδροπος
plucked unripe

ShortDef

plucked unripe

Debugging

Headword:
ὠμόδροπος
Headword (normalized):
ὠμόδροπος
Headword (normalized/stripped):
ωμοδροπος
IDX:
98323
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98324
Key:

Data

{'content': 'plucked unripe'}