Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὠμιστής
ὠμοβόειος
ὠμοβόϊος
ὠμοβόρος
ὠμοβρώς
ὠμόβρωτος
ὠμοβύρσινος
ὠμογέρων
ὠμοδακής
Ὠμόδαμος
ὠμοδέψητος
ὠμόδροπος
ὠμοθετέω
ὠμόθριξ
ὠμόθυμος
ὤμοι
ὠμοίδης
ὠμοκοτύλη
ὠμοκρατής
ὠμοκυδιάω
ὠμόλινον
View word page
ὠμοδέψητος
raw-tanned

ShortDef

raw-tanned

Debugging

Headword:
ὠμοδέψητος
Headword (normalized):
ὠμοδέψητος
Headword (normalized/stripped):
ωμοδεψητος
IDX:
98322
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98323
Key:

Data

{'content': 'raw-tanned'}