Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὤμιλλα
ὤμιον
ὠμιστής
ὠμοβόειος
ὠμοβόϊος
ὠμοβόρος
ὠμοβρώς
ὠμόβρωτος
ὠμοβύρσινος
ὠμογέρων
ὠμοδακής
Ὠμόδαμος
ὠμοδέψητος
ὠμόδροπος
ὠμοθετέω
ὠμόθριξ
ὠμόθυμος
ὤμοι
ὠμοίδης
ὠμοκοτύλη
ὠμοκρατής
View word page
ὠμοδακής
fiercely gnawing
ShortDef
fiercely gnawing
Debugging
Headword:
ὠμοδακής
Headword (normalized):
ὠμοδακής
Headword (normalized/stripped):
ωμοδακης
IDX:
98320
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98321
Key:
Data
{'content': 'fiercely gnawing'}