Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὠμίζομαι
ὤμιλλα
ὤμιον
ὠμιστής
ὠμοβόειος
ὠμοβόϊος
ὠμοβόρος
ὠμοβρώς
ὠμόβρωτος
ὠμοβύρσινος
ὠμογέρων
ὠμοδακής
Ὠμόδαμος
ὠμοδέψητος
ὠμόδροπος
ὠμοθετέω
ὠμόθριξ
ὠμόθυμος
ὤμοι
ὠμοίδης
ὠμοκοτύλη
View word page
ὠμογέρων
a fresh, active old man

ShortDef

a fresh, active old man

Debugging

Headword:
ὠμογέρων
Headword (normalized):
ὠμογέρων
Headword (normalized/stripped):
ωμογερων
IDX:
98319
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98320
Key:

Data

{'content': 'a fresh, active old man'}