Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὠμίδιος
ὠμίζομαι
ὤμιλλα
ὤμιον
ὠμιστής
ὠμοβόειος
ὠμοβόϊος
ὠμοβόρος
ὠμοβρώς
ὠμόβρωτος
ὠμοβύρσινος
ὠμογέρων
ὠμοδακής
Ὠμόδαμος
ὠμοδέψητος
ὠμόδροπος
ὠμοθετέω
ὠμόθριξ
ὠμόθυμος
ὤμοι
ὠμοίδης
View word page
ὠμοβύρσινος
made of raw leather

ShortDef

made of raw leather

Debugging

Headword:
ὠμοβύρσινος
Headword (normalized):
ὠμοβύρσινος
Headword (normalized/stripped):
ωμοβυρσινος
IDX:
98318
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98319
Key:

Data

{'content': 'made of raw leather'}