Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὠμίας
ὠμίασις
ὠμίδιος
ὠμίζομαι
ὤμιλλα
ὤμιον
ὠμιστής
ὠμοβόειος
ὠμοβόϊος
ὠμοβόρος
ὠμοβρώς
ὠμόβρωτος
ὠμοβύρσινος
ὠμογέρων
ὠμοδακής
Ὠμόδαμος
ὠμοδέψητος
ὠμόδροπος
ὠμοθετέω
ὠμόθριξ
ὠμόθυμος
View word page
ὠμοβρώς
eating raw flesh
ShortDef
eating raw flesh
Debugging
Headword:
ὠμοβρώς
Headword (normalized):
ὠμοβρώς
Headword (normalized/stripped):
ωμοβρως
IDX:
98316
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98317
Key:
Data
{'content': 'eating raw flesh'}