Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὠμιαία
ὠμίας
ὠμίασις
ὠμίδιος
ὠμίζομαι
ὤμιλλα
ὤμιον
ὠμιστής
ὠμοβόειος
ὠμοβόϊος
ὠμοβόρος
ὠμοβρώς
ὠμόβρωτος
ὠμοβύρσινος
ὠμογέρων
ὠμοδακής
Ὠμόδαμος
ὠμοδέψητος
ὠμόδροπος
ὠμοθετέω
ὠμόθριξ
View word page
ὠμοβόρος
eating raw flesh
ShortDef
eating raw flesh
Debugging
Headword:
ὠμοβόρος
Headword (normalized):
ὠμοβόρος
Headword (normalized/stripped):
ωμοβορος
IDX:
98315
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98316
Key:
Data
{'content': 'eating raw flesh'}