Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὠμία
ὠμιαία
ὠμίας
ὠμίασις
ὠμίδιος
ὠμίζομαι
ὤμιλλα
ὤμιον
ὠμιστής
ὠμοβόειος
ὠμοβόϊος
ὠμοβόρος
ὠμοβρώς
ὠμόβρωτος
ὠμοβύρσινος
ὠμογέρων
ὠμοδακής
Ὠμόδαμος
ὠμοδέψητος
ὠμόδροπος
ὠμοθετέω
View word page
ὠμοβόϊος
made from untanned ox-hide
ShortDef
made from untanned ox-hide
Debugging
Headword:
ὠμοβόϊος
Headword (normalized):
ὠμοβόϊος
Headword (normalized/stripped):
ωμοβοιος
IDX:
98314
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98315
Key:
Data
{'content': 'made from untanned ox-hide'}