Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὠμηστής
ὠμία
ὠμιαία
ὠμίας
ὠμίασις
ὠμίδιος
ὠμίζομαι
ὤμιλλα
ὤμιον
ὠμιστής
ὠμοβόειος
ὠμοβόϊος
ὠμοβόρος
ὠμοβρώς
ὠμόβρωτος
ὠμοβύρσινος
ὠμογέρων
ὠμοδακής
Ὠμόδαμος
ὠμοδέψητος
ὠμόδροπος
View word page
ὠμοβόειος
of raw, untanned ox-hide

ShortDef

of raw, untanned ox-hide

Debugging

Headword:
ὠμοβόειος
Headword (normalized):
ὠμοβόειος
Headword (normalized/stripped):
ωμοβοειος
IDX:
98313
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98314
Key:

Data

{'content': 'of raw, untanned ox-hide'}