Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὠμήλυσις
ὠμηστήρ
ὠμηστής
ὠμία
ὠμιαία
ὠμίας
ὠμίασις
ὠμίδιος
ὠμίζομαι
ὤμιλλα
ὤμιον
ὠμιστής
ὠμοβόειος
ὠμοβόϊος
ὠμοβόρος
ὠμοβρώς
ὠμόβρωτος
ὠμοβύρσινος
ὠμογέρων
ὠμοδακής
Ὠμόδαμος
View word page
ὤμιον
dim.: shoulderlet
ShortDef
dim.: shoulderlet
Debugging
Headword:
ὤμιον
Headword (normalized):
ὤμιον
Headword (normalized/stripped):
ωμιον
IDX:
98311
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98312
Key:
Data
{'content': 'dim.: shoulderlet'}