Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὡμαλία
ὠμαμπέλινος
Ὤμαργος
ὠμαχθής
ὠμήλυσις
ὠμηστήρ
ὠμηστής
ὠμία
ὠμιαία
ὠμίας
ὠμίασις
ὠμίδιος
ὠμίζομαι
ὤμιλλα
ὤμιον
ὠμιστής
ὠμοβόειος
ὠμοβόϊος
ὠμοβόρος
ὠμοβρώς
ὠμόβρωτος
View word page
ὠμίασις
shouldering
ShortDef
shouldering
Debugging
Headword:
ὠμίασις
Headword (normalized):
ὠμίασις
Headword (normalized/stripped):
ωμιασις
IDX:
98307
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98308
Key:
Data
{'content': 'shouldering'}