Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὠμαλθής
ὡμαλία
ὠμαμπέλινος
Ὤμαργος
ὠμαχθής
ὠμήλυσις
ὠμηστήρ
ὠμηστής
ὠμία
ὠμιαία
ὠμίας
ὠμίασις
ὠμίδιος
ὠμίζομαι
ὤμιλλα
ὤμιον
ὠμιστής
ὠμοβόειος
ὠμοβόϊος
ὠμοβόρος
ὠμοβρώς
View word page
ὠμίας
a broad-shouldered person
ShortDef
a broad-shouldered person
Debugging
Headword:
ὠμίας
Headword (normalized):
ὠμίας
Headword (normalized/stripped):
ωμιας
IDX:
98306
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98307
Key:
Data
{'content': 'a broad-shouldered person'}