Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὠμαδόν
ὠμαλγία
ὠμαλθής
ὡμαλία
ὠμαμπέλινος
Ὤμαργος
ὠμαχθής
ὠμήλυσις
ὠμηστήρ
ὠμηστής
ὠμία
ὠμιαία
ὠμίας
ὠμίασις
ὠμίδιος
ὠμίζομαι
ὤμιλλα
ὤμιον
ὠμιστής
ὠμοβόειος
ὠμοβόϊος
View word page
ὠμία
shoulder
ShortDef
shoulder
Debugging
Headword:
ὠμία
Headword (normalized):
ὠμία
Headword (normalized/stripped):
ωμια
IDX:
98304
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98305
Key:
Data
{'content': 'shoulder'}