Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὠμαδίς
ὠμαδόν
ὠμαλγία
ὠμαλθής
ὡμαλία
ὠμαμπέλινος
Ὤμαργος
ὠμαχθής
ὠμήλυσις
ὠμηστήρ
ὠμηστής
ὠμία
ὠμιαία
ὠμίας
ὠμίασις
ὠμίδιος
ὠμίζομαι
ὤμιλλα
ὤμιον
ὠμιστής
ὠμοβόειος
View word page
ὠμηστής
eating raw flesh

ShortDef

eating raw flesh

Debugging

Headword:
ὠμηστής
Headword (normalized):
ὠμηστής
Headword (normalized/stripped):
ωμηστης
IDX:
98303
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98304
Key:

Data

{'content': 'eating raw flesh'}