Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὠλίγγιον
ὦλξ
ὠμάδιος
ὠμαδίς
ὠμαδόν
ὠμαλγία
ὠμαλθής
ὡμαλία
ὠμαμπέλινος
Ὤμαργος
ὠμαχθής
ὠμήλυσις
ὠμηστήρ
ὠμηστής
ὠμία
ὠμιαία
ὠμίας
ὠμίασις
ὠμίδιος
ὠμίζομαι
ὤμιλλα
View word page
ὠμαχθής
heavy to the shoulders

ShortDef

heavy to the shoulders

Debugging

Headword:
ὠμαχθής
Headword (normalized):
ὠμαχθής
Headword (normalized/stripped):
ωμαχθης
IDX:
98300
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98301
Key:

Data

{'content': 'heavy to the shoulders'}