Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὠλεσίοικος
ὠλεσίτεκνος
ὠλήν
ὤλης
ὠλίγγη
ὠλίγγιον
ὦλξ
ὠμάδιος
ὠμαδίς
ὠμαδόν
ὠμαλγία
ὠμαλθής
ὡμαλία
ὠμαμπέλινος
Ὤμαργος
ὠμαχθής
ὠμήλυσις
ὠμηστήρ
ὠμηστής
ὠμία
ὠμιαία
View word page
ὠμαλγία
pain in the shoulder

ShortDef

pain in the shoulder

Debugging

Headword:
ὠμαλγία
Headword (normalized):
ὠμαλγία
Headword (normalized/stripped):
ωμαλγια
IDX:
98295
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98296
Key:

Data

{'content': 'pain in the shoulder'}