Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὠλεσίβωλος
ὠλεσίκαρπος
ὠλεσίοικος
ὠλεσίτεκνος
ὠλήν
ὤλης
ὠλίγγη
ὠλίγγιον
ὦλξ
ὠμάδιος
ὠμαδίς
ὠμαδόν
ὠμαλγία
ὠμαλθής
ὡμαλία
ὠμαμπέλινος
Ὤμαργος
ὠμαχθής
ὠμήλυσις
ὠμηστήρ
ὠμηστής
View word page
ὠμαδίς
on the shoulder(s)

ShortDef

on the shoulder(s)

Debugging

Headword:
ὠμαδίς
Headword (normalized):
ὠμαδίς
Headword (normalized/stripped):
ωμαδις
IDX:
98293
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98294
Key:

Data

{'content': 'on the shoulder(s)'}