Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὠλενοστρόφος
ὠλεσίβωλος
ὠλεσίκαρπος
ὠλεσίοικος
ὠλεσίτεκνος
ὠλήν
ὤλης
ὠλίγγη
ὠλίγγιον
ὦλξ
ὠμάδιος
ὠμαδίς
ὠμαδόν
ὠμαλγία
ὠμαλθής
ὡμαλία
ὠμαμπέλινος
Ὤμαργος
ὠμαχθής
ὠμήλυσις
ὠμηστήρ
View word page
ὠμάδιος
human sacrifices
ShortDef
human sacrifices
Debugging
Headword:
ὠμάδιος
Headword (normalized):
ὠμάδιος
Headword (normalized/stripped):
ωμαδιος
IDX:
98292
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98293
Key:
Data
{'content': 'human sacrifices'}