Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὠλενίς
ὠλενίτης
Ὤλενος
ὠλενοστρόφος
ὠλεσίβωλος
ὠλεσίκαρπος
ὠλεσίοικος
ὠλεσίτεκνος
ὠλήν
ὤλης
ὠλίγγη
ὠλίγγιον
ὦλξ
ὠμάδιος
ὠμαδίς
ὠμαδόν
ὠμαλγία
ὠμαλθής
ὡμαλία
ὠμαμπέλινος
Ὤμαργος
View word page
ὠλίγγη
doze
ShortDef
doze
Debugging
Headword:
ὠλίγγη
Headword (normalized):
ὠλίγγη
Headword (normalized/stripped):
ωλιγγη
IDX:
98289
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98290
Key:
Data
{'content': 'doze'}