Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὠλένιος
ὠλενίς
ὠλενίτης
Ὤλενος
ὠλενοστρόφος
ὠλεσίβωλος
ὠλεσίκαρπος
ὠλεσίοικος
ὠλεσίτεκνος
ὠλήν
ὤλης
ὠλίγγη
ὠλίγγιον
ὦλξ
ὠμάδιος
ὠμαδίς
ὠμαδόν
ὠμαλγία
ὠμαλθής
ὡμαλία
ὠμαμπέλινος
View word page
ὤλης
destroyed
ShortDef
destroyed
Debugging
Headword:
ὤλης
Headword (normalized):
ὤλης
Headword (normalized/stripped):
ωλης
IDX:
98288
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98289
Key:
Data
{'content': 'destroyed'}