Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὠλένη
ὠλένιος
ὠλενίς
ὠλενίτης
Ὤλενος
ὠλενοστρόφος
ὠλεσίβωλος
ὠλεσίκαρπος
ὠλεσίοικος
ὠλεσίτεκνος
ὠλήν
ὤλης
ὠλίγγη
ὠλίγγιον
ὦλξ
ὠμάδιος
ὠμαδίς
ὠμαδόν
ὠμαλγία
ὠμαλθής
ὡμαλία
View word page
ὠλήν
mat

ShortDef

mat

Debugging

Headword:
ὠλήν
Headword (normalized):
ὠλήν
Headword (normalized/stripped):
ωλην
IDX:
98287
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98288
Key:

Data

{'content': 'mat'}