Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὠλέκρανον
ὠλένη
ὠλένιος
ὠλενίς
ὠλενίτης
Ὤλενος
ὠλενοστρόφος
ὠλεσίβωλος
ὠλεσίκαρπος
ὠλεσίοικος
ὠλεσίτεκνος
ὠλήν
ὤλης
ὠλίγγη
ὠλίγγιον
ὦλξ
ὠμάδιος
ὠμαδίς
ὠμαδόν
ὠμαλγία
ὠμαλθής
View word page
ὠλεσίτεκνος
child-murdering

ShortDef

child-murdering

Debugging

Headword:
ὠλεσίτεκνος
Headword (normalized):
ὠλεσίτεκνος
Headword (normalized/stripped):
ωλεσιτεκνος
IDX:
98286
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98287
Key:

Data

{'content': 'child-murdering'}