Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὠλεκρανίζω
ὠλέκρανον
ὠλένη
ὠλένιος
ὠλενίς
ὠλενίτης
Ὤλενος
ὠλενοστρόφος
ὠλεσίβωλος
ὠλεσίκαρπος
ὠλεσίοικος
ὠλεσίτεκνος
ὠλήν
ὤλης
ὠλίγγη
ὠλίγγιον
ὦλξ
ὠμάδιος
ὠμαδίς
ὠμαδόν
ὠμαλγία
View word page
ὠλεσίοικος
destroying the house

ShortDef

destroying the house

Debugging

Headword:
ὠλεσίοικος
Headword (normalized):
ὠλεσίοικος
Headword (normalized/stripped):
ωλεσιοικος
IDX:
98285
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98286
Key:

Data

{'content': 'destroying the house'}