Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὦλαξ
ὠλεκρανίζω
ὠλέκρανον
ὠλένη
ὠλένιος
ὠλενίς
ὠλενίτης
Ὤλενος
ὠλενοστρόφος
ὠλεσίβωλος
ὠλεσίκαρπος
ὠλεσίοικος
ὠλεσίτεκνος
ὠλήν
ὤλης
ὠλίγγη
ὠλίγγιον
ὦλξ
ὠμάδιος
ὠμαδίς
ὠμαδόν
View word page
ὠλεσίκαρπος
losing its fruit

ShortDef

losing its fruit

Debugging

Headword:
ὠλεσίκαρπος
Headword (normalized):
ὠλεσίκαρπος
Headword (normalized/stripped):
ωλεσικαρπος
IDX:
98284
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98285
Key:

Data

{'content': 'losing its fruit'}