Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὠκυφόνος
ὦλαξ
ὠλεκρανίζω
ὠλέκρανον
ὠλένη
ὠλένιος
ὠλενίς
ὠλενίτης
Ὤλενος
ὠλενοστρόφος
ὠλεσίβωλος
ὠλεσίκαρπος
ὠλεσίοικος
ὠλεσίτεκνος
ὠλήν
ὤλης
ὠλίγγη
ὠλίγγιον
ὦλξ
ὠμάδιος
ὠμαδίς
View word page
ὠλεσίβωλος
clod-crushing

ShortDef

clod-crushing

Debugging

Headword:
ὠλεσίβωλος
Headword (normalized):
ὠλεσίβωλος
Headword (normalized/stripped):
ωλεσιβωλος
IDX:
98283
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98284
Key:

Data

{'content': 'clod-crushing'}