Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὠκύτοκος
ὠκυφόνος
ὦλαξ
ὠλεκρανίζω
ὠλέκρανον
ὠλένη
ὠλένιος
ὠλενίς
ὠλενίτης
Ὤλενος
ὠλενοστρόφος
ὠλεσίβωλος
ὠλεσίκαρπος
ὠλεσίοικος
ὠλεσίτεκνος
ὠλήν
ὤλης
ὠλίγγη
ὠλίγγιον
ὦλξ
ὠμάδιος
View word page
ὠλενοστρόφος
mat-maker

ShortDef

mat-maker

Debugging

Headword:
ὠλενοστρόφος
Headword (normalized):
ὠλενοστρόφος
Headword (normalized/stripped):
ωλενοστροφος
IDX:
98282
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98283
Key:

Data

{'content': 'mat-maker'}