Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὠκυτόκος
ὠκύτοκος
ὠκυφόνος
ὦλαξ
ὠλεκρανίζω
ὠλέκρανον
ὠλένη
ὠλένιος
ὠλενίς
ὠλενίτης
Ὤλενος
ὠλενοστρόφος
ὠλεσίβωλος
ὠλεσίκαρπος
ὠλεσίοικος
ὠλεσίτεκνος
ὠλήν
ὤλης
ὠλίγγη
ὠλίγγιον
ὦλξ
View word page
Ὤλενος
Olenos
ShortDef
Olenos
Debugging
Headword:
Ὤλενος
Headword (normalized):
ὤλενος
Headword (normalized/stripped):
ωλενος
IDX:
98281
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98282
Key:
Data
{'content': 'Olenos'}