Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὠκύτοκον
ὠκυτόκος
ὠκύτοκος
ὠκυφόνος
ὦλαξ
ὠλεκρανίζω
ὠλέκρανον
ὠλένη
ὠλένιος
ὠλενίς
ὠλενίτης
Ὤλενος
ὠλενοστρόφος
ὠλεσίβωλος
ὠλεσίκαρπος
ὠλεσίοικος
ὠλεσίτεκνος
ὠλήν
ὤλης
ὠλίγγη
ὠλίγγιον
View word page
ὠλενίτης
of the arm
ShortDef
of the arm
Debugging
Headword:
ὠλενίτης
Headword (normalized):
ὠλενίτης
Headword (normalized/stripped):
ωλενιτης
IDX:
98280
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98281
Key:
Data
{'content': 'of the arm'}