Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὠκυτόκιος
ὠκύτοκον
ὠκυτόκος
ὠκύτοκος
ὠκυφόνος
ὦλαξ
ὠλεκρανίζω
ὠλέκρανον
ὠλένη
ὠλένιος
ὠλενίς
ὠλενίτης
Ὤλενος
ὠλενοστρόφος
ὠλεσίβωλος
ὠλεσίκαρπος
ὠλεσίοικος
ὠλεσίτεκνος
ὠλήν
ὤλης
ὠλίγγη
View word page
ὠλενίς
mat

ShortDef

mat

Debugging

Headword:
ὠλενίς
Headword (normalized):
ὠλενίς
Headword (normalized/stripped):
ωλενις
IDX:
98279
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98280
Key:

Data

{'content': 'mat'}