Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὠκυτοκία
ὠκυτόκιος
ὠκύτοκον
ὠκυτόκος
ὠκύτοκος
ὠκυφόνος
ὦλαξ
ὠλεκρανίζω
ὠλέκρανον
ὠλένη
ὠλένιος
ὠλενίς
ὠλενίτης
Ὤλενος
ὠλενοστρόφος
ὠλεσίβωλος
ὠλεσίκαρπος
ὠλεσίοικος
ὠλεσίτεκνος
ὠλήν
ὤλης
View word page
ὠλένιος
in the elbow

ShortDef

in the elbow

Debugging

Headword:
ὠλένιος
Headword (normalized):
ὠλένιος
Headword (normalized/stripped):
ωλενιος
IDX:
98278
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98279
Key:

Data

{'content': 'in the elbow'}