Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὠκύτης
ὠκυτοκεύς
ὠκυτοκία
ὠκυτόκιος
ὠκύτοκον
ὠκυτόκος
ὠκύτοκος
ὠκυφόνος
ὦλαξ
ὠλεκρανίζω
ὠλέκρανον
ὠλένη
ὠλένιος
ὠλενίς
ὠλενίτης
Ὤλενος
ὠλενοστρόφος
ὠλεσίβωλος
ὠλεσίκαρπος
ὠλεσίοικος
ὠλεσίτεκνος
View word page
ὠλέκρανον
the point of the elbow

ShortDef

the point of the elbow

Debugging

Headword:
ὠλέκρανον
Headword (normalized):
ὠλέκρανον
Headword (normalized/stripped):
ωλεκρανον
IDX:
98276
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98277
Key:

Data

{'content': 'the point of the elbow'}