Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὠκύστολος
ὠκύτας
ὠκύτης
ὠκυτοκεύς
ὠκυτοκία
ὠκυτόκιος
ὠκύτοκον
ὠκυτόκος
ὠκύτοκος
ὠκυφόνος
ὦλαξ
ὠλεκρανίζω
ὠλέκρανον
ὠλένη
ὠλένιος
ὠλενίς
ὠλενίτης
Ὤλενος
ὠλενοστρόφος
ὠλεσίβωλος
ὠλεσίκαρπος
View word page
ὦλαξ
furrow

ShortDef

furrow

Debugging

Headword:
ὦλαξ
Headword (normalized):
ὦλαξ
Headword (normalized/stripped):
ωλαξ
IDX:
98274
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98275
Key:

Data

{'content': 'furrow'}