Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὠκύσκοπος
ὠκύστολος
ὠκύτας
ὠκύτης
ὠκυτοκεύς
ὠκυτοκία
ὠκυτόκιος
ὠκύτοκον
ὠκυτόκος
ὠκύτοκος
ὠκυφόνος
ὦλαξ
ὠλεκρανίζω
ὠλέκρανον
ὠλένη
ὠλένιος
ὠλενίς
ὠλενίτης
Ὤλενος
ὠλενοστρόφος
ὠλεσίβωλος
View word page
ὠκυφόνος
quickly fatal
ShortDef
quickly fatal
Debugging
Headword:
ὠκυφόνος
Headword (normalized):
ὠκυφόνος
Headword (normalized/stripped):
ωκυφονος
IDX:
98273
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98274
Key:
Data
{'content': 'quickly fatal'}